- ἀμηχάνων
- ἀμήχανοςwithout meansmasc/fem/neut gen plἀ̱μηχάνων , ἀμηχανάωto beimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱μηχάνων , ἀμηχανάωto beimperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀμηχανάωto beimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἀμηχανάωto beimperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἀ̱μηχάνων , ἀμηχανέωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱μηχάνων , ἀμηχανέωimperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀμηχανέωimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἀμηχανέωimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
См. также в других словарях:
ἀμηχανῶν — ἀμήχανος without means masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ἀμηχανάω to be pres part act masc voc sg ἀμηχανάω to be pres part act neut nom/voc/acc sg ἀμηχανάω to be pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀμηχανάω to be pres part act masc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμηχανώ — ἀμηχανῶ ( έω) (Α) [αμήχανος] 1. είμαι αμήχανος, βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τί να κάνω 2. βρίσκομαι σε ένδεια, σε ανάγκη, έχω οικονομικές στενοχώριες, δεν επαρκώ για τις ανάγκες τού βίου 3. φρ. «ἀμηχανῶν βιοτεύω», ζω με στερήσεις … Dictionary of Greek
ευμήχανος — η, ο (ΑΜ εὐμήχανος, ον Α δωρ. τ. εὐμάχανος, ον) (για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ ἀμηχανώτεροι» άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση τής ζωής, άλλοι δε… … Dictionary of Greek
ουκούν — οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α) επίρρ. 1. (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται κατάνευση σε κάποιο συμπέρασμα ή προσθήκη σε κάτι που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) λοιπόν δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... συμφέρον εἶναι...;», Ξεν.) 2. (όταν αναμένεται… … Dictionary of Greek